ολοκάθαρος

ολοκάθαρος
η , ο
1) очень чистый; убранный или вымытый до блеска; 2) чистый, прозрачный;

νερό ολοκάθαρο — кристальная вода;

3) ясный, определённый;

ολοκάθαρο ζήτημα — ясный вопрос;

ολοκάθαρη υπόθεση — ясное дело;

4) перен. чистый, честный, безупречный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ολοκάθαρος" в других словарях:

  • ὁλοκάθαρος — completely pure masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολοκάθαρος — η, ο (Μ ὁλοκάθαρος, ον) εντελώς καθαρός, κατακάθαρος, πεντακάθαρος νεοελλ. 1. διαυγέστατος 2. σαφέστατος («ολοκάθαρο νόημα») 3. τιμιότατος, αγνότατος …   Dictionary of Greek

  • ολοκάθαρος — η, ο 1. ο πολύ καθαρός, κατακάθαρος: Τα σεντόνια του ξενοδοχείου ήταν ολοκάθαρα. 2. ο πολύ διαυγής: Ολοκάθαρο νερό, πηγάδι. 3. μτφ., αγνός, αψεγάδιαστος: Είναι ολοκάθαρος από τη βρομιά αυτής της υπόθεσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁλοκάθαρον — ὁλοκάθαρος completely pure masc/fem acc sg ὁλοκάθαρος completely pure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… …   Dictionary of Greek

  • ακορνιάχτιστος — η, ο [κορνιαχτίζω] ο ασκόνιστος, ο ολοκάθαρος …   Dictionary of Greek

  • γάργαρος — η, ο (Μ γάργαρος, ον) [γαργαρίζω] (για ήχο) καθαρός, κρυστάλλινος, μεταλλικός νεοελλ. 1. (για τρεχούμενο νερό) ο διαυγής, ο ολοκάθαρος που τρέχει κελαρύζοντας 2. ο λαμπερός («γάργαρο φεγγάρι», «γάργαρα χρώματα») …   Dictionary of Greek

  • διάλευκος — η, ο (Α διάλευκος, ον) κατάλευκος νεοελλ. σαφέστατος, ολοφάνερος, ολοκάθαρος αρχ. αυτός που είναι ανάμικτος ή στολισμένος με λευκό …   Dictionary of Greek

  • εφτακάθαρος — η, ο εντελώς καθαρός, ολοκάθαρος …   Dictionary of Greek

  • καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… …   Dictionary of Greek

  • κρουσταλλόπαγος — ο πάγος διαυγής, ολοκάθαρος και σκληρός σαν το κρύσταλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρούσταλλο + πάγος (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην, παθ. αόρ. τού πήγνυμι)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»